ανακαμινεύω

ανακαμινεύω
ενεργώ νέα καμίνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + καμινεύω.
ΠΑΡ. ανακαμίνευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κων. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανακαμίνευση — η η εκ νέου καμίνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαμινεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κων. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”